Μονάχος στέκομαι και σε κοιτώ ολόγιομο φεγγάρι.
Μπροστά μου καθρεφτίζεσαι στο ήρεμο νερό
φωτίζεις της ψυχής το σκοτεινό κουφάρι,
τη νύχτα απειλείς μ’ ένα σου φως αχνό.
Χαζεύω τις σκιές που γύρω μου χορεύουν
φιγούρες μες τη θάλασσα, τα σύννεφα, παντού˙
τις σκέψεις μου ξυπνούν, τη φαντασία παρασέρνουν
μακριά από την πόλη, τις λεωφόρους του χαμού.
Απολαμβάνω σκεφτικός το σκοπό της μοναξιάς σου.
Συντροφεύει της ζωής μου το μεγάλο ερωτηματικό:
Γιατί η αρμονία να χαράζει την τροχιά σου;
Μήπως ελεύθερο θα μου φανέρωνες κάτι διαφορετικό;
Η ώρα είναι περασμένη μα εγώ θα περιμένω
να μου προδώσεις το κρυφό σου μυστικό.
Τη λύτρωση γυρεύω, συγγνώμη που επιμένω˙
μα το τέλος ενός στίχου σου ζητάω, ν’ αποκοιμηθώ…
Μπροστά μου καθρεφτίζεσαι στο ήρεμο νερό
φωτίζεις της ψυχής το σκοτεινό κουφάρι,
τη νύχτα απειλείς μ’ ένα σου φως αχνό.
Χαζεύω τις σκιές που γύρω μου χορεύουν
φιγούρες μες τη θάλασσα, τα σύννεφα, παντού˙
τις σκέψεις μου ξυπνούν, τη φαντασία παρασέρνουν
μακριά από την πόλη, τις λεωφόρους του χαμού.
Απολαμβάνω σκεφτικός το σκοπό της μοναξιάς σου.
Συντροφεύει της ζωής μου το μεγάλο ερωτηματικό:
Γιατί η αρμονία να χαράζει την τροχιά σου;
Μήπως ελεύθερο θα μου φανέρωνες κάτι διαφορετικό;
Η ώρα είναι περασμένη μα εγώ θα περιμένω
να μου προδώσεις το κρυφό σου μυστικό.
Τη λύτρωση γυρεύω, συγγνώμη που επιμένω˙
μα το τέλος ενός στίχου σου ζητάω, ν’ αποκοιμηθώ…