…θα σε ονομάσω ονειρολόγιο. Εγώ μιλάω, εγώ γράφω, εγώ σβήνω, εσύ ακούς, εσύ σωπαίνεις. Μακάρι να ήταν αλλιώς. Μόνο σου θα είσαι ένα απλό πρόχειρο. Μην το παρεξηγείς όμως αυτό. Ανάλογα με το τι νιώθω, θα αποκτάς δύναμη. Θα ορίζεις τη χαρά μου, τη δημιουργία και θα αποτελείς το θησαυρό μου. Σε’ σένα θα αποτυπώσω το περιβάλλον μου με λέξεις. Γιατί κάθε λέξη είναι χίλιες εικόνες, αν ο αφηγητής και ο ακροατής δε φοβούνται τη φαντασία. Εμείς θα την κάνουμε την επανάσταση. “Και αν είναι το σήμερα νωρίς, το αύριο μπορεί και να μην είναι αργά…”

Με τον τρόπο αυτό θα με γνωρίσεις και στο τέλος, θα μπορούν να γνωρίσουν και εσένα άλλοι. Θα μου πεις όμως, ότι εγώ είμαι εσύ. Λάθος! Εδώ γράφει ένας άλλος εαυτός, ο επαναστάτης, ο ρομαντικός, ο “συμπαθητικός”. Εγώ, μακριά από τις λευκές σελίδες σου, το παρθένο σώμα, είμαι άλλος. Ποιος; Δεν ξέρω και ούτε θέλω να γνωρίσω. Μας ενδιαφέρει το εδώ, φίλε.

Μάθαμε λοιπόν τους πρωταγωνιστές. Τώρα ο χρόνος και ο τόπος. Τα πάντα θα είναι δημιουργία του συναισθήματος, της ψυχής. Άρα θα πούμε τόπο την ψυχή και χρόνο, δεν ξέρω. Η ιστορία αρχίζει και τρέφεται από διάφορες ανάγκες. Άλλοι τις ονομάζουν απαισιοδοξία, άλλοι τρέλα. Εγώ θα τις αποκαλέσω απογοήτευση. Θα έχουμε λοιπόν και συντροφιά μία θηλυκή ύπαρξη, την απογοήτευση. Για αρχή είμαστε αρκετοί, άλλωστε τι χρειάζεται; Η έμπνευση (απογοήτευση), το μέσο (εσύ) και ο παθών (εγώ). Ξέχασα και κάποιον στόχο. Ας τον ονομάσουμε λύτρωση…

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κάπως έτσι φαντάζομαι τον ιδανικό θάνατο.
Να κάθομαι λέει αντίκρυ σε πρόσωπο αγαπημένο.
Χαμογελά κι’ εγώ απλά τα μάτια μου κλείνω.
Σκέψου. Αν την τελευταία εικόνα κουβαλάς εκεί στο άπειρο
σε τοπίο πρωτοθώρητο, απ’ την άρνηση της γνώσης απαλλαγμένο,
ένα χαμόγελο να ‘ναι ο σύνδεσμος με του κόσμου μας το κρίνο.
Κάπως έτσι φαντάζομαι τον ιδανικό θάνατο.
Μέχρι την ύστατη στιγμή να προσφέρω κάτι “απαξιωμένο”,
που σαν μια θάλασσα ήρεμη και γαλήνια
συμπληρώνει κάθε κενό, από ‘μένα, πίσω ξεχασμένο…

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Σ’ αγαπώ ζωή μου ξένη, απρόβλεπτη και ωραία˙
σε μυρίζω στον ανθό που έχω μέσα στην καρδιά μου
και το νιώθω το άγγιγμά σου, λες από μία γκρίζα θέα
του κορμιού σου, που παντοτινά, ορθώνεται μπροστά μου.

Σ’ αγαπώ γλυκιά μου μούσα γιατί μόνο εσύ μ’ εμπνέεις˙
εσύ με πείθεις για ένα όνειρο πως αξίζει εγώ να ζω
και ενώ με μία αμφισβήτηση τον κόσμο μας παιδεύεις
φοβάμαι μακριά της, σε δρόμο άχαρο θα πορευτώ.

Σ’ αγαπώ συνταξιδιώτισσα σε λιμάνια και πελάγη,
σε κόσμους άγνωστους, ειρηνικούς και αγνούς,
που δεν αλλοίωσε ακόμα του μικροπρεπή η χάρη
ούτε ξεγελάστηκε απ’ του ιδιοτελή τους ψεύτικους λυγμούς.

Σ’ αγαπώ γιατί μου πρότεινες τον δύσκολο τον δρόμο˙
αυτόν που μου χαρίζει περίσσιες ευωδιές
και μου ορίζεις αυθαίρετα έναν δικό σου νόμο,
ν’ αποφεύγω τους ανθρώπους που μοιάζουν με σκιές.

Σ’ αγαπώ γιατί μου πρόσφερες χιλιάδες πειρασμούς
και με δοκίμασες προκλητικά στο λάθος, την αλήθεια˙
όμως δεν άντεξα, γεύτηκα του σκότους τους τριγμούς
και τώρα μία αρρώστια χουγιάζει μεσ’ τα στήθια.

Σ’ αγαπώ και σε κερνώ ακόμα ένα ποτήρι
απ’ το μπουκάλι που μ’ αυτό τον χρόνο μου μετράς.
Τη συντροφιά σου θεωρώ πολύτιμο στολίδι
κι ας χάνω χρόνια απ’ τις γουλιές που εσύ τώρα μεθάς.

Σ’ αγαπώ γλυκιά ζωή μα το νιώθω πως σε χάνω˙
ενώ μία ντροπή αισθάνομαι το λόγο να σου πω.
Βλέπεις, απ’ την ανάγκη μου το πρόσωπό σου να κοιτάω
έμαθα και τους ανθρώπους γύρω μου, με πάθος ν’ αγαπώ…

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

ΚΟΙΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ…

Κοιτώντας τα παράθυρα ξεχνιέσαι αφηρημένος.
Θαυμάζεις το τοπίο που ένα πλαίσιο οριοθετεί
και είσαι απ’ του συνόλου το μονότονο απαλλαγμένος
καθώς φαντάζει μοναδική η εικόνα στο γυαλί.

Είναι η αντίθεση με το αδιέξοδο του τοίχου.
Το αίσθημα ελευθερίας που γεννάει η φυγή.
Είναι αυτή η έλλειψη κάποιου τυχαίου ήχου
που σε ωθεί μ’ ένα τραγούδι να σπάσεις τη σιωπή.

Κοιτώντας τα παράθυρα απομονώνεις την ελπίδα.
Δε βλέπεις το καλύτερο ούτε το πραγματικά κακό.
Καθετί αποτελεί μία νέα άγραφη σελίδα˙
του ονειρολογίου που το κρύβεις σε μέρος μυστικό.

Απ’ το παράθυρο διακρίνεις μία παρουσία ξεχωριστή.
Με τη χάρη που διασχίζει της ψυχής σου το πλατώ,
τι όμορφα που δένει με του ονείρου σου τη σκηνή.
Πόσο θες να της φωνάξεις: «μη χαθείς, μείνε εδώ…»

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

ΑΝΑΤΟΛΗ

Την ψυχή παρομοιάζω με τον ήλιο.
Δεν ξέρω αν έχει χρώμα αν είναι φωτεινή˙
δεν ξέρω αν ένα σύννεφο αρκεί για να κρυφτεί˙
μα αισθάνομαι τον κύκλο που χαράζει σιωπηλή.

Και το συναίσθημα φαντάζει ηλιαχτίδα.
Δεν ξέρω ένα εμπόδιο αν μπορεί να προσπεράσει˙
δεν ξέρω ένα σώμα αν θα μπορούσε να το κάψει˙
μα νιώθω πως την άδεια μου ζωή μπορεί να επηρεάσει.

Είναι και το σώμα ουρανός.
Ένας ήλιος του ορίζει τι ποτό θα μας κεράσει,
μία δύση, ένα δειλινό προσμένει να ησυχάσει,
μία ηλιαχτίδα καρτερεί αισιοδοξία να μοιράσει…