
Να με ‘παιρνε, να χανόμουν σε πελάγη μακρινά˙
σαν άστρο που ξέμεινε σε φόντο σκοτεινό
και φώτισε του μυαλού μου τ’ απόκρυφα κενά.
Μέσα σε δρόμους μυστικούς και σε σοκάκια ξένα
θα έψαχνα του εαυτού μου τις άγνωστες γραφές˙
μήπως ξεφύγω τελικά απ’ της δειλίας την πένα
και της αδυναμίας τις πυκνές και ανθεκτικές ραφές.
Στο ταξίδι μου αυτό, θα έψαχνα μία απάντηση˙
η φαντασία θα κυριαρχούσε και γνώση θ’ αποκτούσα,
ώστε τα όνειρα που στο σήμερα κατάντησαν μία άρνηση,
αμήχανα να πίστευα και στοργικά να συντηρούσα.
Θα ένιωθα ελεύθερος τους στόχους να ορίσω,
τα ιδανικά που θ’ άξιζε για ‘κείνα να χαθώ˙
ώστε τις μέρες μου με νόημα γλυκό να τις γεμίσω,
όπως γεμίζουν οι ηλιαχτίδες τον πρωινό ουρανό.
Και τότε έτοιμος θα γύρναγα στο λαβωμένο τώρα,
μαζί μ’ αυτή την εύπλαστη μα τόσο βαριά κληρονομιά
σε κάθε άνθρωπο που νοσταλγεί τα “ευτελή” ετούτα δώρα,
απλόχερα να δώσω, με μία φτωχή ματιά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου