…θα σε ονομάσω ονειρολόγιο. Εγώ μιλάω, εγώ γράφω, εγώ σβήνω, εσύ ακούς, εσύ σωπαίνεις. Μακάρι να ήταν αλλιώς. Μόνο σου θα είσαι ένα απλό πρόχειρο. Μην το παρεξηγείς όμως αυτό. Ανάλογα με το τι νιώθω, θα αποκτάς δύναμη. Θα ορίζεις τη χαρά μου, τη δημιουργία και θα αποτελείς το θησαυρό μου. Σε’ σένα θα αποτυπώσω το περιβάλλον μου με λέξεις. Γιατί κάθε λέξη είναι χίλιες εικόνες, αν ο αφηγητής και ο ακροατής δε φοβούνται τη φαντασία. Εμείς θα την κάνουμε την επανάσταση. “Και αν είναι το σήμερα νωρίς, το αύριο μπορεί και να μην είναι αργά…”

Με τον τρόπο αυτό θα με γνωρίσεις και στο τέλος, θα μπορούν να γνωρίσουν και εσένα άλλοι. Θα μου πεις όμως, ότι εγώ είμαι εσύ. Λάθος! Εδώ γράφει ένας άλλος εαυτός, ο επαναστάτης, ο ρομαντικός, ο “συμπαθητικός”. Εγώ, μακριά από τις λευκές σελίδες σου, το παρθένο σώμα, είμαι άλλος. Ποιος; Δεν ξέρω και ούτε θέλω να γνωρίσω. Μας ενδιαφέρει το εδώ, φίλε.

Μάθαμε λοιπόν τους πρωταγωνιστές. Τώρα ο χρόνος και ο τόπος. Τα πάντα θα είναι δημιουργία του συναισθήματος, της ψυχής. Άρα θα πούμε τόπο την ψυχή και χρόνο, δεν ξέρω. Η ιστορία αρχίζει και τρέφεται από διάφορες ανάγκες. Άλλοι τις ονομάζουν απαισιοδοξία, άλλοι τρέλα. Εγώ θα τις αποκαλέσω απογοήτευση. Θα έχουμε λοιπόν και συντροφιά μία θηλυκή ύπαρξη, την απογοήτευση. Για αρχή είμαστε αρκετοί, άλλωστε τι χρειάζεται; Η έμπνευση (απογοήτευση), το μέσο (εσύ) και ο παθών (εγώ). Ξέχασα και κάποιον στόχο. Ας τον ονομάσουμε λύτρωση…

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ

Θα ήθελα να φύσαγε ένα αεράκι, καλοκαιρινό.
Να με ‘παιρνε, να χανόμουν σε πελάγη μακρινά˙
σαν άστρο που ξέμεινε σε φόντο σκοτεινό
και φώτισε του μυαλού μου τ’ απόκρυφα κενά.

Μέσα σε δρόμους μυστικούς και σε σοκάκια ξένα
θα έψαχνα του εαυτού μου τις άγνωστες γραφές˙
μήπως ξεφύγω τελικά απ’ της δειλίας την πένα
και της αδυναμίας τις πυκνές και ανθεκτικές ραφές.

Στο ταξίδι μου αυτό, θα έψαχνα μία απάντηση˙
η φαντασία θα κυριαρχούσε και γνώση θ’ αποκτούσα,
ώστε τα όνειρα που στο σήμερα κατάντησαν μία άρνηση,
αμήχανα να πίστευα και στοργικά να συντηρούσα.

Θα ένιωθα ελεύθερος τους στόχους να ορίσω,
τα ιδανικά που θ’ άξιζε για ‘κείνα να χαθώ˙
ώστε τις μέρες μου με νόημα γλυκό να τις γεμίσω,
όπως γεμίζουν οι ηλιαχτίδες τον πρωινό ουρανό.

Και τότε έτοιμος θα γύρναγα στο λαβωμένο τώρα,
μαζί μ’ αυτή την εύπλαστη μα τόσο βαριά κληρονομιά
σε κάθε άνθρωπο που νοσταλγεί τα “ευτελή” ετούτα δώρα,
απλόχερα να δώσω, με μία φτωχή ματιά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: